Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Σχετικά με τα βήματα της ανάγνωσης, Αρανίτσης Ε. [18/07/10, 25/07/2010, 01/08/2010]

Με τα χρόνια, σχημάτισα την άποψη ότι το περπάτημα, τουλάχιστον στην ιδανική του εκδοχή, μπορούσε να γίνει αντιληπτό σαν μια κλασική αλληγορία της ανάγνωσης· μάλιστα ανέπτυξα έναν μύχιο σεβασμό για την (παρ)ετυμολογική σύνδεση των ρημάτων διαβαίνω και διαβάζω, όχι ολότελα ανυπόστατη.

Ομολογουμένως, οι αναλογίες ήταν προφανείς, όσο και δελεαστικές. Αν πράγματι κρυβόταν κάποιο νόημα σ' εκείνο τον ανθεκτικό εκπαιδευτικό θρύλο του 19ου αιώνα σύμφωνα με τον οποίο τα παιδιά τραγουδούσαν στη νυχτερινή τους διαδρομή προς το σχολείο τα διάσημα λόγια «Φεγγαράκι μου λαμπρό, / φέγγε μου να περπατώ, / να μαθαίνω γράμματα κ.λπ.», πάντως εδώ το «περπατώ» και το «μαθαίνω γράμματα», ηχούσαν όντως σαν συνώνυμα. Και δη υπό το σεληνόφως, μια και η Σελήνη ήταν (όπως σε όλες τις παραδόσεις) ο εκπρόσωπος της γλώσσας, δηλαδή του σημαίνοντος. Ο ίδιος ο Διογένης ο Κυνικός περπατούσε κατά μήκος αυτής της παράκλησης προς τη Σελήνη, που τον παρακολουθούσε και τον προστάτευε.

Κάποτε οι άνθρωποι διάβαζαν. Κάποτε έβγαιναν για περίπατο απολαμβάνοντας τις συναντήσεις και την ανάγνωση των τοπίων της υπαίθρου ή της πόλης σαν να επρόκειτο για μια μεταφορά (στη χειρότερη περίπτωση, ένα υποκατάστατο) της κυκλοφορίας του Λόγου μέσα στην κοινότητα. Διασκέδαζαν επικοινωνώντας με το διάχυτο πνεύμα των εξελίξεων μέσω της μεταβλητής τους θέσης στον αστερισμό των τοπωνυμίων, των δρόμων, των μεγάρων και των μαγαζιών. Περπατώντας/διαβάζοντας, δεν τους έλειπαν οι αμφιβολίες ούτε οι παλινδρομήσεις - συγχρονίζονταν με το ξετύλιγμα των μαιάνδρων σαν να ακολουθούσαν λεπτές χαραμάδες στην επιφάνεια του χρόνου. Στο συλλογικό ασυνείδητο, το να τριγυρνάς σήμαινε εν μέρει ότι ήσουν βαθυστόχαστος. Ρεμβασμός και πεζοπορία ανήγγειλλαν από κοινού την ευφυή πλευρά του καθήκοντος.

Ετσι το περπάτημα, ως ανάγνωση του κόσμου, διευκόλυνε τις αντηχήσεις του ψυχισμού, αξιοποιούσε ένα εφευρετικό πηγαινέλα από τη μία εντύπωση στην άλλη. Η σταδιακή διείσδυση στο μυστήριο του περιβάλλοντος χώρου δεν μπορούσε να συντελεστεί μόνο με τα μάτια, δίχως τη βοήθεια των ποδιών, δίχως τον ευχάριστο καιροσκοπισμό τους, δίχως τη ράθυμη υπακοή στη γλώσσα της τυχαίας κίνησης - η λειτουργία των ποδιών ισοδυναμούσε με το πέρασμα από τη μία παράγραφο στην επόμενη. Εφόσον ο κόσμος ήταν ένα κείμενο, εφόσον ήταν το Liber Mundi για το οποίο μας μιλούσαν οι αρχαίοι, τα πόδια ύφαιναν την ύπαρξη μέσα στην αναλώσιμη χρονικότητα εκείνου του κόσμου, καλλιεργώντας την κλίση προς μιαν αέναη αλλαγή του βιώματος, άρα προς την αιωνιότητα (που είναι κυκλική), ενώ ταυτόχρονα παρέμεναν τα όργανα του εφήμερου. Διότι τα πόδια δεν ήταν χέρια, ούτε δημιουργούσαν, ήταν οδηγοί ματιών. Αφηναν χνάρια στην άμμο, σημάδια μιας διέλευσης που ο χρόνος ακύρωνε για να τα ανανεώσει αμέσως μετά, όπως συμβαίνει με το ξεφύλλισμα ενός μυθιστορήματος. Τα πόδια ρύθμιζαν τις μεταβολές της διάθεσης αγγίζοντας τη γη με την αθέλητη ειλικρίνεια, και συνάμα την καχυποψία, ενός αναγνώστη που τα μάτια του βαδίζουν, τρέχουν, στρίβουν, σταματούν και ξαναρχίζουν.

Σαν να λέμε ότι ο περίπατος ήταν η παιδεία μας. Εκτοτε, απομακρυνόμενοι απ' τις εστίες των θεσμών και των νοημάτων που γαλούχησαν το κοινωνικό υποκείμενο ίσαμε τις εσχατιές του νεωτερικού σύμπαντος, βρεθήκαμε να κάνουμε τα τελευταία βήματα της Ιστορίας. Αναπόφευκτα, είχε έρθει η εποχή που οι άνθρωποι έπαψαν να περπατούν συνειδητά και, προς στιγμήν, αφοσιώθηκαν στον φθορισμό της μικρής οθόνης, σ' αυτή την παθητική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που υπόσχονταν οι παραισθήσεις -οι άνθρωποι εγκαταλείφθηκαν οικειοθελώς σε μια ζωή όπου η επεξεργασία των στοιχείων της αντίληψης δεν απαιτούσε καμία δαπάνη, ούτε σκέψης, ούτε συγκίνησης, ούτε σωματικής ενέργειας· έπαψαν να διαβάζουν, είτε βιβλία, είτε τοπία, είτε τη μοίρα και περίμεναν την ανάσταση των νεκρών μέσω βίντεο. Ο αληθινός αέρας, τα χρώματα του φωτός που περιέβαλλε κάθε ξεχωριστή έκπληξη, οι συναισθηματικοί ελιγμοί, τα σταυροδρόμια των αποφάσεων και οι ευωδίες της ύλης που συσσωρεύονταν στην αγορά -όλες αυτές οι συμβολικές ανταλλαγές τους άφηναν απαθείς.

Αλλά για λίγο. Επειτα, αίφνης, ξανάρχισαν να περπατούν. Τώρα το έκαναν επειδή «έπρεπε», «όφειλαν» -ένα ακόμη ψυχαναγκαστικό πρόσταγμα παραγωγής/κατανάλωσης (εν προκειμένω, βημάτων). Σίγουρα πίστευαν ότι ξόδευαν τις θερμίδες τους εκδηλώνοντας μια θεάρεστη δήθεν μέριμνα για τους τετρακέφαλους μηριαίους -κάτι αντίστοιχο της γνωστής σε όλους μας ανάγνωσης με αυτόματο πιλότο, ρηχής ανάγνωσης που περιορίζεται με τρόπο όλο και πιο θρασύ στην πανικόβλητη σάρωση γραμμένων επιφανειών. Διάβαζε πλέον κανείς όπως περπατούσε (αντί να περπατάει όπως διαβάζει)· ήταν το must που πρότειναν οι ειδικοί ως άμυνα στον κίνδυνο εμφράγματος (ή άνοιας). Ξαφνικά, η ιδέα ότι το σώμα αποτελούσε μιαν αναβαθμισμένη (οπτική) συσκευή προκαλούσε τεχνητή ευφορία. Το σώμα είχε διαβάσει τους συνδυασμούς των γονιδίων στο DNA του και κάθε περαιτέρω φιλομάθεια κρινόταν περιττή.

Αυτή η τρέλα ξεκίνησε με το τζόκινγκ (περίπτωση όπου ο «αθλούμενος» δεν βλέπει, γύρω του, τίποτα απολύτως) και κατέληξε σ' ένα είδος προσφυγικής γυμναστικής, που εξακολουθεί να ακμάζει στα νησιά και στα υπόλοιπα στρατόπεδα παραθερισμού, όταν ετοιμοθάνατες παρέες ή οικογένειες τουριστών βαδίζουν πειθήνια στο σκοτάδι, ψαχουλεύοντας με τις φτέρνες την άκρη του δρόμου και κρατώντας φακούς, ως ζωντανά ή νεκροζώντανα υποπροϊόντα της μαζικής μετακίνησης τυφλών πληθυσμών που δραπετεύουν απ' τη σκλαβιά ή την επερχόμενη έκρηξη ανεργίας. Ολοφάνερα, έχουν ξεχάσει να διαβάζουν το βιβλίο του τόπου, δικού τους ή ξένου, και προσηλώνονται κατευθείαν στο «βιβλίο» του βιβλίου, στη σχηματική του περίληψη: περπατούν διαβάζοντας, υπνοβατικά, τον χάρτη του δρόμου ως πλέγμα δεδομένων και εντολών. Βαδίζοντας στα όρια του στατιστικού λάθους με την άδεια των διαχειριστών του Συστήματος, προχωρούν εξαντλημένοι ο ένας πίσω από τον άλλο, σαν τους Βουσμάνους στη μετανάστευση, όμως καθόλου συμφιλιωμένοι με τις εμπνεύσεις και τη ροή του φυσικού θεάματος, μάλλον ανυπομονώντας να ξαπλώσουν στο κρεβάτι ώστε να σηκωθούν την επομένη και ν' ακολουθήσουν το πρόγραμμα, περπατώντας και πάλι, το βράδυ, απ' την ταβέρνα προς τα νοικιασμένα δωμάτια, και ούτω καθεξής, μέχρι την μέρα της επιστροφής στις συνθήκες της δουλειάς, επομένως και κάποιας σχετικής ξεκούρασης.

Μέρα ευλογημένη, απ' αυτή την άποψη.

(Αφήνω λίγα για το επόμενο)

**************************

Στο προηγούμενο προσπάθησα να αναπτύξω, σε τρία βήματα, veni, vidi, vici, μια μεταφορική αντίληψη του περίπατου, του βαδίσματος, ως ανάγνωσης (του τοπίου της υπαίθρου, της πόλης κ.λπ.).

Αποδείχθηκε ότι αυτή η αναλογία υπαγορεύει, αναπόφευκτα, μια ορισμένη κριτική των συνηθειών που απορρέουν απ' το ανακλαστικό του μοντέρνου εκδρομικού πανικού -άνθρωποι βαδίζουν στα τυφλά, φωτογραφίζοντας εκείνο απ' το οποίο επιθυμούν να απομακρυνθούν. Η ανάγνωση του κόσμου περνάει κρίση -τη βαθύτερη από κτίσεως.

Αυτό κόστισε ίσως μερίδιο της συλλογικής μας επιδεξιότητας στις ανταλλαγές, αφού οι ξένοι, αντί να φέρνουν στην πατρίδα τους ενθύμια της εμπειρικής κατανόησης των εικόνων που ενέπνευσαν τους επιμέρους δισταγμούς ή τη συνολική παραφορά του ταξιδιού, φέρνουν, ανάποδα, στον τόπο υποδοχής, τη χειρότερη ανάμνηση των συνθηκών της εργασίας από τον τόπο προέλευσης: κούραση, πρόγραμμα, άγχος και αδιαπραγμάτευτη υποταγή στον αυτοματισμό που απαιτεί να δουν τα πάντα - ίσον να μην αντικρίσουν τίποτα, να μη διαβάσουν, να μην κατανοήσουν το νόημα της τρέχουσας συγκυρίας όπως αντανακλάται στη διαδοχή των υποκειμενικών επεισοδίων που το φιλοξενούν. Η νοσταλγία της εκτίμησης για κείνο στο οποίο τα πόδια, ως στηρίγματα αισθαντικότητας, είχαν μια φορά κι έναν καιρό αφιερώσει το πέρασμά τους είναι γι' αυτούς τους καημένους άγνωστη· ξεθεώνονται περπατώντας με τις φωτογραφικές μηχανές στο χέρι και οι σαγιονάρες γίνονται μάρτυρες ενός ξεριζωμού που άνετα θα συγκρινόταν με ξεριζωμό απ' το λίκνο της ανάγνωσης.

Κανένας βέβαια δεν θα παραδεχόταν ότι ο τουρισμός απομάκρυνε το άτομο από την ποίηση κι ότι η πεζότητα αυτού του νέου είδους ελάχιστα θύμιζε λογοτεχνική αρετή. Ως καταναλωτής (αποστάσεων), ο τουρίστας ήθελε να είναι, πάντοτε, ένα βήμα μπροστά απ' τις εξελίξεις -ιδού ο λόγος για τον οποίο οι αληθινές εξελίξεις δεν τον άγγιζαν, τουλάχιστον όχι αρκετά δραματικά ώστε να ξαναβρεί την ευκίνητη αγωνία της σκέψης στη χαλάρωση του σώματος, φέρ' ειπείν σ' εκείνο το φυσικό τμήμα του χάρτη της Φύσης όπου η υπόσχεση πως οι διακοπές θα διαρκούσαν αιωνίως έλαμπε σαν τη Σελήνη του Ιουλίου. Στη σκιά των ασυνείδητων θρύλων της παιδικής ηλικίας, το παιγνίδι που είναι γνωστό σαν «κουτσό» (hopscotch) εξόρκιζε αυτόν ακριβώς τον παρεμποδιστικό χαρακτήρα της πεζότητας ως παράπλευρης συνέπειας της ευθυγράμμισης με την εντολή «don't look back» ή «keep walking»· το κουτσό ήταν μια αλληγορία της καθόδου στον Αδη (της γλώσσας, του συμβολικού συστήματος). Το κοίταγμα πάνω απ' τον ώμο ήταν το βλέμμα του πένθους. Στις δυτικές παραδόσεις, ό,τι δεν πενθείται στοιχειώνει και αρχίζει να περπατάει εκείνο, αντί να ακινητεί επιτρέποντάς σου να απομακρυνθείς: ακίνητος (καθηλωμένος) είσαι πλέον εσύ, όχι το πράγμα, όχι η δυναστεύουσα παράσταση: θυμίζω πως η αγγλική γλώσσα περιγράφει μια κατηγορία πνευματικών οντοτήτων («ίσκιους», «διπλά» κλπ.) με τον όρο walk-in(s) - αυτοί που (εις)έρχονται βαδίζοντας. Θυμίζω επίσης το υπέροχο όνομα Σάνταλφον, που δηλώνει το πνεύμα-φύλακα ή το αρχέτυπο όλων των πνευμάτων τα οποία σε υποδέχονται στα μεταίχμια, και σημαίνει τον ήχο των βημάτων που πλησιάζουν.

Μεταφορές οι οποίες γεφυρώνουν την ανάγνωση και το βάδισμα με συγκινούν αντιστρόφως ανάλογα προς το ίδιο το βάδισμα, που ουδέποτε με κέρδισε και που ανέκαθεν συνέδεα με τις ανυπόφορες και αντιπαιδαγωγικές προτροπές μιας ψυχαναγκαστικής μητέρας. Στον αστερισμό αυτών των μεταφορών εντοπίζω, λ.χ., τον διασκελισμό της ποίησης, άνοιγμα και αιώρηση του βηματισμού της αναπνοής (αλλαγή στίχου) πάνω απ' την προκαλούμενη τομή και ταυτόχρονα σύζευξη των δύο ημίσεων με μια ζωηρή κίνηση του νοήματος. Δρασκελιά: κάτι πολύ πιο ενδόμυχο και κομψό απ' ό,τι δηλώνει η καθαρά αθλητική ερμηνεία της λέξης. Μπορεί να μην είχα την παραμικρή έφεση στις δρασκελιές, ήμουν ωστόσο στρατευμένος στην ποίηση και το (αργό, περιστασιακό) βάδισμα στους συνειρμικούς διασκελισμούς της ρυμοτομίας της πόλης αποτελούσε τη μεταφορά της. Εδώ ταιριάζει η σανσκριτική λέξη iksmno, δηλωτική τόσο του ίχνους όσο και του βήματος: περιφερόμενος στην πόλη, γράφεις (επάνω της) κάτι σαν ημερολόγιο βημάτων· ο ψυχικός πλούτος μιας πόλης αντιστοιχεί στο παλίμψηστο αυτών των ημερολογίων.

Ετσι, η άρνηση να αναγνωρίσουμε τη διαφορά μεταξύ ποίησης και πεζού («πεζότητας»), εντελώς ευλογοφανής σήμερα, μοιάζει περιέργως, αν και σύμπτωμα παρακμής της λογοτεχνίας, με κάτι θεάρεστο, με μια νοσταλγική παλινδρόμηση στην εποχή που η πεζοπορία δεν ήταν ολότελα ξένη προς τις λυρικές ανταύγειες που εξέπεμπε ο κόσμος όταν τον αντιλαμβανόσουν απ' τη σκοπιά της πολυτιμότητας της εμπειρίας. Τώρα, διαβάζοντας, φτάνεις μέχρι το εσωτερικό προαύλιο του Four Seasons, στο Μιλάνο, για περιπάτους πέντε αστέρων, αλλά το νόημα λείπει. Δύσκολα κείμενα δεν διαβάζονται σημειωτόν· δοκίμια διαβάζονται τροχάδην. Στην Ιστορία της ανάγνωσης στον Δυτικό κόσμο, μια συλλογή εργασιών που ανθολόγησαν οι Guglielmo Cavallo και Roger Chartier, προσκρούω σε μιαν ακόμη νύξη: «Μετά την αρχαϊκή εποχή, η πράξη της ανάγνωσης μπορεί να εκφραστεί με ρήματα που σημαίνουν στην κυριολεξία "ξετυλίγω" (ανελίσσειν), δηλαδή ένα βιβλίο, ή ακόμα "διέρχομαι" (διεξιέναι) ή επίσης "συναντώ κάποιον", "συναναστρέφομαι κάποιον" (εντυγχάνειν και συγγίγνεσθαι)...» Η υπογράμμιση του «διέρχομαι» δική μου.

Πώς διέρχεται κανείς; Οχι πια με την ταραχή ή την απόλαυση της σταδιακής διείσδυσης στον πλούτο των αντιφάσεων του τόπου. Διερχόμαστε σαν εκτελωνιζόμενα αγαθά ή πληροφορίες που διασχίζουν την οθόνη για να ενσωματωθούν σε σμήνη άλλων πληροφοριών κ.ο.κ. Κλείνοντας τα βιβλία, είμαστε όλοι transit, επισκέπτες στην ίδια μας τη χώρα. Συνεπάγεται ότι όντως η χώρα ισοδυναμούσε με τα βιβλία της.

*****************************

Στο προηγούμενο αποπειράθηκα να εξετάσω την οικογένεια των μεταφορών που συνδέουν (έτσι τουλάχιστον όπως εγώ το αισθανόμουν) την ανάγνωση με το βάδισμα στην πόλη ή στην ύπαιθρο εφόσον, βέβαια, η αλληλουχία των βημάτων μπορούσε ακριβώς να θεωρηθεί περιπλάνηση της συνείδησης του ανθρώπου στο κείμενο του κόσμου, στο οποίο αναφέρονταν οι αρχαίες και κυρίως μεσαιωνικές παραδόσεις και το οποίο εξακολουθούσαν μέχρι πρόσφατα να υπαινίσσονται οι ποιητές.

Επιπλέον, περιττεύει να θυμίσω ότι είναι η ίδια θεώρηση, αν και ολοκληρωτικά αντεστραμμένη, που προωθείται απ' τη μετανεωτερικότητα μέσω της πεποίθησης πως «τα πάντα αποτελούν κείμενο» και πως το κάθε τι που γίνεται αντιληπτό, δηλαδή παρουσιάζεται προικισμένο με μια κάποια δομή, συνιστά εντέλει καθαρή γλώσσα. Απ' όπου τεκμαίρεται ότι, εδώ, θα υποθέταμε μάλλον μια παρωδία περιπάτου, που τη βρίσκουμε εξάλλου αβίαστα στον εγκεφαλικό ή μοιρολατρικό αυτοματισμό με τον οποίο μετακινούνται οι λεγεώνες των τουριστών διαβάζοντας μυωπικά τον χάρτη.

Οδηγώντας τη μεταφορά στα άκρα, θα τολμούσα να πω ότι, κάποτε, η σκοπιμότητα της πεζοπορίας (μυστική ειδικά για να μη χάσει τα θέλγητρά της) προϋπέθετε την πίστη στο θάμπωμα των ματιών είτε απ' τις εκρήξεις της ωραιότητας του τοπίου είτε απ' τους σημειολογικούς αιφνιδιασμούς του αντιθέτου: μιας κουλτούρας της δυστυχίας, της φτώχειας, της ανηθικότητας και της βίας· επρόκειτο ουσιαστικά για το είδος του σοκ που αδυνατείς να νιώσεις σήμερα, αφού εκπαιδεύεσαι να κυκλοφορείς σαν τυφλός και κουφός. Με δυο λόγια, οι άνθρωποι κινούνταν υποπτευόμενοι ότι, στην ακατάστατη αλλά σημαίνουσα ροή των εικόνων, η απόκλιση από το αναμενόμενο περισπούσε την προσοχή, την αιωνίως καθηλωμένη στον θάνατο, κι ότι το ξάφνιασμα, η αναστολή της «λογικής» ακολουθίας των γεγονότων, το σταμάτημα της παρέλασης όλων εκείνων των συναρτήσεων αίτιου/αιτιατού, εξασφάλιζε πίστωση χρόνου -ο χρόνος, τυπικά μηδενικός, αφαιρούνταν από τη μετά θάνατον ζωή.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς συνειδητοποιώντας ότι, βαθμιαία, το περπάτημα και η ακινησία συγχωνεύθηκαν, περίπου όπως συνέβη με την ανάγνωση και τον (μεταμοντέρνο) «αναλφαβητισμό», των οποίων η ολέθρια συναίρεση οδήγησε στην παντοδυναμία των multiple choices και στα κάθε είδους τεστ ετοιμοπαράδοτης γνώσης προσαρμοσμένης στην περίφημη τριπλή κατανομή των ανακλαστικών ΝΑΙ - ΟΧΙ - ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩ. Ομολογουμένως, αυτή η γελοιογραφία των τριών βημάτων της κατανόησης ως αξιών της εμπειρίας που αντηχούσαν στο veni, vidi, vici, λίγο απείχε απ' το να συμπέσει με τα τρία κακά της μοίρας του εγκσυγχρονισμού. Τώρα οι τουρίστες, πρόσφυγες των διαφημιστικών ερειπίων της παγκοσμιοποίησης και νομαδικοί καταναλωτές κάθε φτηνής αξιοθέατης κοινοτοπίας, περπατούν τρόπον τινά ακίνητοι, σε σταθερή απόσταση απ' το κέντρο της έλλειψης ταυτότητας, πέριξ του οποίου στρέφονται, σε άτακτες τροχιές, εκατομμύρια εικόνες παντελώς αδιαφοροποίητες ως προς τη νοηματική τους μηδαμινότητα. Είναι επομένως μάταιο να ψάχνουμε για αποστάσεις στρωμένες με μάρμαρο, όπως το δάπεδο όπου ηχούσαν τα σανδάλια του Ερμή. Οι αποστάσεις τυλίγονται σαν χαλί και τις παίρνεις μαζί σου.

Παρεμπιπτόντως, η συσχέτιση μεταξύ του Ερμή (ως ψυχοπομπού και θεού της γραφής) και του θανάτου ήταν ανέκαθεν αυτονόητη, αφού ο γραφέας, ο ομιλητής, ο χειριστής της γλώσσας, δικαίως λογιζόταν σαν κάποιος που έχει «πεθάνει», παραιτούμενος από την αμιγώς σωματική ύπαρξη του ζώου προκειμένου να αντιληφθεί το Είναι του μέσω των γλωσσικών αναπαραστάσεων. Εξ ου και, στην αρχαιότητα, κάθε περιπατητής λάμβανε μηνύματα από τους τάφους. Αυτό επιβεβαιώνει την αληθοφάνεια της μεταφοράς που σχολιάζω, καθώς οι επιτύμβιες επιγραφές απευθύνονταν στον διαβάτη, τον περαστικό. Διαβάζω, διαβαίνω, διαβιβάζω κ.λπ. -ο διαβάτης (διαβιβαστής) λάμβανε υπ' όψιν τις φωνές των νεκρών και προσανατολιζόταν (γεωγραφικά, συναισθηματικά, ηθικά κ.λπ.), όπως ο αναγνώστης που ακολουθεί τις φωνές των κειμένων, φωνές νεκρών συγγραφέων.

Ετσι, ο Ερμής προστάτευε ξένους, οδοιπόρους, μετανάστες, κυνηγούς και όσους βάδιζαν σε δρόμους και μονοπάτια· τα σταυροδρόμια ήταν τόποι ερμητικής λατρείας, τουτέστιν περιοχές όπου η σήμανση θεωρούνταν ιερή. Οσο για τους λεγόμενους φαλλικούς οδοδείκτες (Ερμείς), που χρησίμευαν επίσης σαν σήματα κτηματικής απαλλοτρίωσης, όχι μόνον δεν ευνοούσαν τη γονιμότητα, όπως νόμιζαν οι αρχαιολόγοι, αλλά θα επαρκούσαν, κάλλιστα, στο να στρέψουν την επαγρύπνηση σε αντικείμενα της ψυχικής και γλωσσικής λειτουργίας που όντως φωτίστηκαν, αιώνες αργότερα, απ' την ψυχανάλυση και τη γλωσσολογία. Αρχικά, αυτά τα λειτουργικά εμβλήματα ήταν σωροί από πέτρες (έρμαια), ενώ υποτίθεται ότι «κάθε οδοιπόρος που περνούσε έριχνε μια καινούρια πέτρα στον σωρό κι έτσι ξαλάφρωνε απ' την κούραση, η οποία μεταβιβαζόταν στην πέτρα που είχε ρίξει» (Ρισπέν). Τέτοια είναι η κόπωση του σημαίνοντος, η κούραση που νιώθουμε διαβάζοντας. Η κούραση που νιώθαμε, κατά το παρελθόν, περπατώντας. Οι προφητείες έλεγαν ότι, στον παράδεισο (ουτοπία, ου-τόπος), δεν θα διαβάζαμε πια, δεν θα υπήρχε τόπος περιπάτου, διότι η λύση του γρίφου που προσανατόλιζε το σύνολο των δυνατών περιπάτων, το σύνολο των διαδρομών της ειμαρμένης ή της ελεύθερης πρωτοβουλίας, θα είχε τελεσιδικήσει. Πράγματι, το βάδισμα του Διογένη του Κυνικού, γνωστού και ως υπηρέτη του Ερμή, δεν έμοιαζε διόλου μ' εκείνο της Περιπατητικής Σχολής.

Ακαταμάχητος συνήγορος των παραπάνω αποδεικνύεται ο Οιδίπους (οιδώ + πους: αυτός που έχει πρησμένα πόδια), αφού, όπως έξυπνα μας υπενθυμίζει ο Σεφέρης, αυτό που σκοτώνει το τέρας (τη Σφίγγα) είναι η εκφώνηση της λέξης άνθρωπος, προφανώς με όλα τα ηθικά και υπαρξιακά συμφραζόμενα. Εννοείται ότι, στο σύμπαν της μεταφοράς (συνεπώς με δεδομένο ότι τίποτα στο γλωσσικό ασυνείδητο δεν είναι συμπτωματικό), αξίζει να προσεχθεί η διάσημη παρετυμολογία σύμφωνα με την οποία η λέξη άνθρωπος σημαίνει αυτόν που (έχει την ικανότητα να) κοιτάζει ψηλά (άνω+θεωρώ), πιθανόν διαβάζοντας τα άστρα, τα σημάδια του ουρανού, όπου «όλα είναι γραμμένα» ως μοίρα, άρα και ως μοίρα της γνώσης (κι όχι απλώς γνώση της μοίρας). Ομως αυτό συνδέεται με μιαν άλλη βαθιά μεταφορά, που η λακωνική σκιαγράφησή της εδώ δεν θα ωφελούσε ιδιαίτερα, οπότε θα περιοριστώ μετά χαράς στο να υπογραμμίσω ότι το αίνιγμα ήταν -ποιο άλλο;- αυτό του βαδίσματος. Στα σύνορα φύσης και πόλης, εκκρεμούσε ένα τρομακτικό ερώτημα σχετικά με το ζώο που περπατάει το πρωί με τέσσερα πόδια, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία (= νήπιο, ενήλικος, γέροντας).

Ωστόσο, πέρα απ' τη συσχέτιση της ψυχικής παρακμής του βαδίσματος με τον τουριστικό αναλφαβητισμό, θα είχα ίσως το δικαίωμα να επαληθεύσω (αρνητικά) την υπό συζήτησιν μεταφορά εξετάζοντας, στον ορίζοντα του μεταμοντέρνου, έναν ολόκληρο αστερισμό συμπτωμάτων -λ.χ. τη λατρεία του catwalk, όπου πανέμορφα αιλουροειδή περπατούν με το βλέμμα καρφωμένο στο πουθενά ως σημείο φυγής ή σημείο σύγκλισης όλων των λιμπιντικών επενδύσεων των θεατών που παρακολουθούν τις νεκροφιλικές τελετουργίες της πασαρέλας κι όπου το βλέμμα και ο κώλος, αν μου επιτρέπετε μια νότα ωμότητας, δηλαδή ο κώλος ως αντίποδας του προσώπου, γίνονται κυριολεκτικά κώλος και βρακί.

Οχι, δεν ζούμε πλέον στις χώρες όπου κάποτε το μέτρο του ποιήματος, ο «πους» (= το πόδι, η μετρική μονάδα), είχε καισαρικές εξουσίες τύπου veni, vidi, vici. Ούτε οι μονάδες μέτρησης του μήκους (πόδες) υπολογίζονται με το μήκος του πέλματος του βασιλιά, τουτέστιν κάποιου που θα εμφανιζόταν ως ιθύνων νους ή εγγυητής του συμβολικού Νόμου. Για να το πούμε κάπως ρομαντικά, χαιρετίζοντας συνάμα τις ινδαλματικές θαλασσογραφίες του Αυγούστου, το πιο γενναίο μεταξύ των αιτημάτων μιας επανάστασης στα ήθη έπρεπε να συνοψίζεται στο σύνθημα: «Οχι βιβλία στην παραλία, αλλά η ίδια η παραλία ως βιβλίο». Δεν θα ήθελες να σου πουν πώς τελειώνει.