Mε τα λόγια του Δημήτρη Δημητριάδη (με το πέρας της επίπονης μετάφρασής του-που κατά τη γνώμη μου, σε περίπτωση μελλούμενης σκηνοθεσίας, έξοχα συνδυάζεται με τη μουσική του Ξενάκι για την παλιά παράσταση του Σολομού):
Στην Ορέστεια, η θεατρική σκηνή γίνεται ο κατεξοχήν άλλος κόσμος, ο επινοημένος και κατασκευασμένος σε βαθμό πλήρους αναντιστοιχίας με το εκάστοτε πραγματικό περιβάλλον, έστω κι αν ο δραματοποιημένος προβληματισμός της θίγει ζητήματα τρέχουσας κοινωνικής, πολιτικής και οντολογικής επικαιρότητας. Η Ορέστεια δεν είναι κοινωνικό μανιφέστο, κώδικας ηθικής συμπεριφοράς, θρησκευτική μπροσούρα, πρόταση λύσεων σε πάσης φύσεως σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα ανθρώπινης συμβίωσης και συμπεριφοράς' δεν είναι πολιτικό πρόγραμμα, ιστορική μελέτη, σάλπισμα ενότητας και αλληλεγγύης ή έκκληση φιλανθρωπικού χαρακτήρα, "ευαγγέλιο" επίγειας, υπόγειας και επουράνιας αρμονίας, δειγματοληπτική παράθεση ψυχολογικών και ενδοοικογενειακών συγκρούσεων και εμπλοκών, διακήρυξη πατριωτισμού και ομολογία πίστεως σε αρχές και αξίες πατροπαράδοτες και ιερές, ή ακόμη και μελέτη τής, ούτως ή άλλως προβληματικής, ακόμη και τότε, συνύπαρξης του θείου και του ανθρώπινου στις προοπτικές μιας μελλοντικής και όλβιας πολιτείας, παρόλο ότι, χάρις στον πλούτο του υλικού της, δίνει την εντύπωση ότι ασχολείται πρωτίστως με όλα αυτά και ότι αυτά πρωτίστως την απασχολούν. Η εντύπωση του μεταφραστή, εκείνου δηλαδή που η θέση του του επέτρεψε να προχωρήσει σε μία σχέση μεγαλύτερης κατά το δυνατόν εγγύτητας με το κείμενό της, είναι ότι η Ορέστεια συνιστά ένα ανυποχώρητα και αδέσμευτα εκτελεσμένο ποιητικό αριχτεκτόνημα, το οποίο διαρθρώνεται στις πιο προκεχωρημένες περιοχές του στοχασμού και της γλώσσας, χωρίς να τις εγκαταλείπει ποτέ, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν της καμία εξωγενή παράμετρο, χωρίς να ενδίδει σε άλλων εντολές και επιθυμίες ή σε παραχωρήσεις σε αλλότρια αιτήματα, αποτελώντας έτσι το υποδειγματικό έργο ποιητικού λόγου, όπως αυτός ο λόγος θα πρέπει να λειτουργεί στο θέατρο, δηλαδή δραματικά: δρώντας με την κάθε λέξη του μία δραματική κατάσταση, όπου οι λέξεις δεν είναι λόγια αλλά πράξεις. Τούτο σημαίνει ότι ο θεατής της Ορέστειας, του τώρα όπως ακριβώς και του τότε -και είναι το μοναδικό σημείο αυτό όπου ο τότε και ο τωρινός θεατής συναντώνται- οφείλει να παρακολουθήσει και να ακολουθήσει, να διανύσει δηλαδή ο ίδιος την απόσταση η οποία ανά πάσα στιγμή ανακύπτει και τον αφήνει πίσω της, όπως ανά πάσα στιγμή αφήνει πίσω της η Ορέστεια τον μεταφραστή της.
Η Ορέστεια είναι ποίηση, και αυτό που αντέχει στο χρόνο, που την καθιστά έργο "διαχρονικό" ή "σύγχρονο", δεν είναι οι όποιες ιδέες ή προτάσεις περιέχονται στην δραματουργική πλέξη της, δεν είναι το πολιτικό και πολιτιστικό πανόραμα ενός σύνολου κόσμου' είναι η δραματουργική πλέξη που δομεί και συνέχει κα στηρίζει όλα αυτά' είναι αυτή και μόνον η ποίηση, και ποίηση είναι η σύλληψη και η οργάνωση του έργου, η διεσδυτικότητα και η οξύτητα του στοχασμού, η οριακή γλωσσική τόλμη' ποίηση είναι η οξυδερκής και αποκαλυπτική διαμόρφωση των προσώπων' είναι όλο το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένη η τριλογία, και αυτή δεν μας αφορά, όσους από εμάς αφορά, παρά μόνον ως θεμελιώδες και ιδρυτικό ποιητικό γεγονός, υπό την έννοια όμως ότι ως ποιητικό γεγονός θέτει με τον ακραιφνέστερο και σοβαρότερο τρόπο, με τρόπο ωμό και άτεγκτο, το ζήτημα της αδυναμίας του ανθρώπου να δώσει λύση στο ανθρώπινο πρόβλημα, και συγχρόνως το δίδυμο ζήτημα της δύναμης του ανθρώπου να δίνει λύσεις ανέφικτες ή ατελέσφορες στο ανθρώπινο πρόβλημα, θέμα που είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το κυρίαρχο στο θέατρο και που, ίσως, το θέατρο δημιουργήθηκε για να το θέτει δημοσίως -αλλά χωρίς δημαγωγία, δηλαδή με τρόπο ποιητικό.